- λογίζονται
- λογίζομαιcountpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
мѣнитисѧ — МѢН|ИТИСѦ1 (3*), ЮСѦ, ИТЬСѦ гл. 1. Намереваться: сниде бо сѧ с празднико(м) и поновле(н)е. и мѣнѧтсѧ всѧ со въскр(с)нье(м) х(с)вы(мъ) порадоватисѧ. (δοκεῖ) ГБ XIV, 81г. 2. Считаться: ˫ари бо въ врагы х҃вы мѣнѧтьсѧ. (λογίζονται) СбТр XII/XIII, 73 … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
непьщеватисѧ — НЕПЬЩ|ЕВАТИСѦ (1*), ОУЮСѦ, ОУѤТЬСѦ гл. Считаться: в томь же скорорастьлѣниѥ. и въ отрокъ полъ блѹжениѥ быти непьщюѥтьсѧ. (λογίζονται) КЕ XII, 214а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… … Dictionary of Greek
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek
κεφαλαιοποίηση — η 1. μετατροπή των τόκων που δεν εισπράχθηκαν σε κεφάλαιο, δηλ. πρόσθεση των τόκων στο ποσό του δανείου. 2. υπολογισμός της αξίας χτήματος ή επιχείρησης με βάση τα έσοδα που λογίζονται ως τόκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)